• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grow into [sth] vtr phrasal insep (become when mature)εξελίσσομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  γίνομαι ρ αμ
 If it survives, a tadpole will grow into a frog.
grow into [sth] vtr phrasal insep figurative (get better at [sth])βελτιώνομαι σε κτ ρ αμ
  μαθαίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τα πάω καλύτερα σε κτ έκφρ
 I'm finding the new job rather difficult at the moment, but I'm hoping to be able to grow into it as time goes by.
grow into [sth] vtr phrasal insep (become big enough for: clothing) (κατά λέξη: για ρούχο)μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 These trousers are too big for my daughter at the moment but she'll grow into them.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grow into' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grow into στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grow into».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!